- κερατισμός
- κερᾱτ-ισμός, ὁ,A loss on exchange of solidi for κεράτια, PMasp.58 ii 11 (vi A.D.), Lyd.Mag.3.70 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατισμός — κερατισμός, ὁ (ΑΜ) [κερατίζω] μσν. λογαριασμός που γίνεται σε κεράτια … Dictionary of Greek
κερατισμοῦ — κερατισμός loss on exchange of solidi for masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατισμούς — κερατισμός loss on exchange of solidi for masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)